28/11/11

η πεινα


Ήμουν μαθητής στο γυμνάσιο, όταν την είδα για πρώτη φορά.
Με συγκλόνισε η ιστορία της, με συνεπήρε η (θεατρική) αφήγησή της, με γοήτευσε η ανεπανάληπτη ερμηνεία του ήρωά της.
Μια μοναδική, ποιοτική ταινία, ένα από τα κλεφτά φιλιά ζωής στα σκοτεινά χρόνια της εφταετίας.
Τα χρόνια πέρασαν. Μέσα σ’αυτά που άλλαξαν, ήταν και ο προσανατολισμός της ελπίδας προς ένα μέλλον με υποσχέσεις για «μια καλύτερη ζωή»... Μοιραία το θέμα της ταινίας άρχισε να ξεθωριάζει, να φαντάζει μακρινό, ξεπερασμένο, ξένο. Κάτι σαν υπόθεση ενός ξεχασμένου παρελθόντος.
Επειδή, όμως, η ιστορία (σε πείσμα των προβλέψεων) ακροβατεί διαγράφοντας κύκλους και επιστροφές πισωγυρίσματα και επαναλήψεις, το ζήτημα που απασχόλησε τον Κνουτ Χάμσουν εδώ και δυο αιώνες έμελε να έχει την (τραγική) θέση του και στη σημερινή επικαιρότητα.
Διάλεξα, λοιπόν, να (ξανα)δώ τη συγκεκριμένη ταινία του Κάρλσεν παρέα με την κόρη μου, με την ελπίδα ότι και γι’ αυτήν η «Πείνα» θα αποτελεί μετά από χρόνια μια ποιοτική ανάμνηση και μόνο. Ευχόμενος, δηλαδή να μη γίνει και η ίδια μάρτυρας κάποιων εικόνων σαν και αυτές που σχολιάσαμε μαζί, παρατηρώντας τη δραματική προσπάθεια του ήρωα να αντιμετωπίσει με απίστευτα αξιοπρεπή τρόπο το πρωτόγονο αίσθημα μιας απόλυτης, αφόρητης, ολοκληρωτικής πείνας.
Στα σχόλια που συνόδεψαν το τέλος της προβολής στάθηκα, κυρίως, στην επισήμανση της θαυμαστής (στα όρια της υπερβολής) συνέπειας του ήρωα στις αμετακίνητες ηθικές αξίες του, σε όλη τη διαδρομή αναζήτησης ενός τρόπου να ικανοποιήσει την πείνα του. Η καθημερινή πρακτική διαχείρισης μιας ανελέητης πραγματικότητας δεν στέκεται εμπόδιο στη διατήρηση μιας ανόθευτης ηθικής συμπεριφοράς, που εκφράζεται είτε με την υπόσχεση να βοηθήσει οικονομικά μια (λιγότερο εξαθλιωμένη) γριούλα, είτε με την επίθεση που εξαπολύει σ’ ένα υπάλληλο καταστήματος, που από λάθος του προσφέρει ρέστα από μια συναλλαγή που δεν πραγματοποίησε.
Στάθηκα σ’ αυτό -κυρίως- το σχόλιο, διότι πολύ φοβούμαι ότι στην (απευκταία) περίπτωση που σκηνές σαν κι’ αυτές που έζησε ο ήρωας του Χάμσουν, αρχίζουν να πληθαίνουν (διότι υπάρχουν ήδη) στην καθημερινότητά μας, η μεγάλη διαφορά θα συνίσταται στο γεγονός ότι δεν θα βιώνονται σ’ ένα πλαίσιο (στοιχειώδους) αξιοπρέπειας και ηθικής αλλά μέσα σ’ ένα περιβάλλον ανταγωνιστικότητας, με κυρίαρχο το «ο σώζων εαυτόν σωθήτω».
Η ηθική, άλλωστε είναι σχετική έννοια και νοηματοδοτείται – συνήθως – με γεμάτο στομάχι, αφού στην αντίθετη περίπτωση όλα(;) μπορούν να νομιμοποιηθούν...

ΥΓ. «Όταν όμως» (όπως επισημαίνει ο Θανάσης Μπαντές) «η εξαθλίωση νομιμοποιεί ακραίες συμπεριφορές τότε νομιμοποιεί και ακραίες ιδεολογίες. Υπό αυτή την έννοια δεν είναι τυχαίο που ο Χάμσουν κατέληξε οπαδός του Χίτλερ, ούτε είναι τυχαίο ότι ο Χίτλερ ξεπήδησε από ένα εξαθλιωμένο λαό και η επικαιρότητα των παραπάνω δεν χρειάζεται ιδιαίτερες επεξηγήσεις».