14/11/09

ο τυχερος


Ήταν το τελευταίο μάθημα πριν τις καλοκαιρινές διακοπές.

Εκείνο το ζεστό απόγευμα, στην αίθουσα του πρώτου ορόφου του κεντρικού κτιρίου, είχαμε συγκεντρωθεί καμιά δεκαριά φοιτητές, όλοι μεταπτυχιακοί. Οι περισσότεροι (γνωστοί και από άλλες διαλέξεις) ήσαν χαμηλού προφίλ, απλοί εραστές της γνώσης και μόνο δυο τρεις "σεσημασμένοι" ήσαν οι επαρμένοι, εκείνοι για τους οποίους ο Κούντερα έχει γράψει ότι "νιώθουν τα βλέμματα όλου του κόσμου να είναι στραμμένα πάνω τους". Σ' αυτή την κατηγορία ανήκε και η συνάδελφος, που θα παρουσίαζε την τελευταία διάλεξη της χρονιάς.
Για την ακρίβεια, θα μας πρόβαλε ένα κινηματογραφικό φιλμάκι, που η ίδια χαρακτήρισε ως "πειραματικό κινηματογράφο". Φαίνεται, ωστόσο, πως η ενασχόλησή της με την πειραματική γραφή (είδος εξ ορισμού εκτός των συμβατικών δράσεων) είχε αποδυναμώσει την αποτελεσματικότητά της σε πιο πρακτικά θέματα, όπως ο χειρισμός μιας μηχανής προβολής, έστω κι αν υπήρχε το ελαφρυντικό ότι η ηλικία του συγκεκριμένου μηχανήματος παρέπεμπε στην εποχή των αδελφών Λυμιέρ!
Αφού προσπάθησε, ανεπιτυχώς, να τη θέσει σε λειτουργία, στράφηκε με ένα αφοπλιστικό και αφελές χαμόγελο (αυτό που χρησιμοποιούν οι "αδύναμοι" για να ολοκληρώσουν την κυριαρχία τους επί των -κατά τεκμήριο- "ισχυρών"), προς το κοινό ζητώντας βοήθεια.

Τα σεμινάρια παρακολουθούσε με τον δικό του τρόπο ένας συμπαθής Γιουγκοσλάβος φοιτητής, σχετικά προχωρημένης ηλικίας, που η σιωπηλή παρουσία του ήταν πάντοτε αισθητή, εξ αιτίας του γεγονότος ότι ήταν τυφλός. Ήταν και αυτός που προθυμοποιήθηκε να βοηθήσει την εισηγήτρια, δεδομένου μάλιστα ότι στο αίτημά της οι υπόλοιποι δηλώσαμε άγνοια και αδυναμία να συνδράμουμε. 'Ετσι, μετά από κάποιες προσπάθειες και αφού στο μεταξύ πλαισιώθηκε και από άλλους, ο τυφλός κατάφερε να θέσει σε λειτουργία τη μηχανή προβολής, φωτίζοντας τη μισοσκότεινη αίθουσα με το "πρωτοποριακό" περιεχόμενο του έργου. Παρέμεινε μάλιστα δίπλα στη μηχανή, με την πλάτη προς την οθόνη.

Στη σύγχρονη τέχνη είναι πολλές οι φορές, που ο θεατής καλείται να δώσει απάντηση στο τρομοκρατικό ερώτημα αν είναι απαίδευτος ή απλώς ηλίθιος, που δεν είναι σε θέση να κατανοήσει και στη συνέχεια να απολαύσει (δηλώνοντας το θαυμασμό του) ένα έργο τέχνης, όταν μάλιστα το τελευταίο διεκδικεί τον τίτλο του πρωτοποριακού.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, είτε γιατί το μέγεθος της φάρσας που λάμβανε χώρα ενώπιόν μας δεν άφηνε περιθώρια για δισταγμούς και ανασφάλειες, είτε γιατί το Εγώ των θεατών ήταν αρκετά υπερτροφικό, πολύ σύντομα άρχισαν τα ειρωνικά σχόλια πριν καταλήξουν σε πανηγυρική γελοιοποίηση της προβολής...
Ο τρόπος αντίδρασης μάλιστα, πολύ απείχε από τη διακριτικότητα και την παραδοσιακή ευγένεια ενός Γαλλικού κοινού.
Όλοι μας νιώσαμε (στο όνομα της τέχνης) το αποτέλεσμα ενός εμπαιγμού, ενός αισθητικού βιασμού.
Όλοι;
Εκτός από το Γιουγκοσλάβο συνάδελφο, που κατά τραγική ειρωνεία απέφυγε αυτή την τραυματική εμπειρία έχοντας την "πρόνοια" να στρέψει εξ αρχής την πλάτη προς την οθόνη..


Αθήνα 31/7/1987


Το παραπάνω κείμενο το βρήκα σκαλίζοντας κάποιες παλιές σημειώσεις μου. Η ιστορία είναι πέρα για πέρα αληθινή. Το δημοσιεύω, γιατί το βρίσκω και λίγο επίκαιρο με το Φεστιβάλ Κινηματογράφου, που άρχισε χθες...

8/11/09

η μελωδια της απουσιας


Πριν δύο χρόνια, σε αντίστοιχη περίπου εποχή, δηλ. στη διάρκεια του Κινηματογραφικού Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ανηφόριζα τον πεζόδρομο της Αριστοτέλους κινούμενος στον υπόστεγο χώρο λόγω βροχής. Λίγα λεπτά πριν φτάσω στον τελικό μου προορισμό είδα συγκεντρωμένο κόσμο έξω από ένα κατάστημα, με αποτέλεσμα να υπάρχει μια δυσκολία στη διέλευση των διερχομένων. Προσπαθώντας να διευκολύνω την πορεία μου άπλωσα το χέρι, επιχειρώντας να παραμερίσω αυτόν που μου έφραζε το δρόμο, όταν παρατήρησα ότι την ίδια ακριβώς κίνηση έκανε και κάποιος απέναντί μου. Μόνο που αυτός, ο μάλλον ευτραφής και συμπαθής κύριος έκανε κάτι παραπάνω. Έπιασε και έσφιξε το χέρι μου προσθέτοντας (πριν καν προλάβω να αντιδράσω): "Θύμισέ μου από πού σε ξέρω"..
Έμεινα αμήχανος για ελάχιστα δευτερόλεπτα, αρκετά, ωστόσο για να συνειδητοποιήσω ότι από πουθενά δεν θα μπορούσε να με ξέρει για τον απλούστατο λόγο ότι δεν μου θύμιζε τίποτα η παρουσία του. Για λόγους ευγένειας, όμως, ανταπέδωσα τη θερμή χειραψία διερωτόμενος κι εγώ "μήπως από το στρατό;"... και εκφράζοντας παράλληλα την απορία μου για την ενδεχόμενη συνάντησή μας στο παρελθόν. Ο χρόνος που έγιναν όλα αυτά ήταν ελάχιστος αλλά πρόλαβα να διακρίνω μια απορία και έκπληξη από μέρους ενός συνοδού του συνομιλητή μου, ο οποίος έδειχνε να απορεί περισσότερο για την δική μου ...απορία σαν να ήταν εντελώς αφύσικη η πιθανότητα να μην θυμάμαι (ή να αναγνωρίζω) τον άνθρωπο που είχα απέναντί μου.
Μετά από αυτό το στιγμιαίο τετ α τετ και αφού δεν απέδωσαν οι αμοιβαίες προσπάθειες να ανακαλέσουμε επιτυχώς το (κοινό) παρελθόν μας, χωρίσαμε χαμογελώντας, με τον παρ' ολίγον γνωστό μου να συμπληρώνει "δεν πειράζει, την άλλη φορά θα θυμόμαστε πού έχουμε συναντηθεί"...
Απομακρυνόμενος για λίγο και διατηρώντας τον απόηχο από αυτά τα τελευταία λόγια του, συνειδητοποίησα ότι αυτή η τόσο χαρακτηριστική, μελωδική φωνή ανήκε στο Λαυρέντη Μαχαιρίτσα!


Στην προηγούμενη ανάρτηση, μιλώντας για τον (υποκειμενικό) τρόπο που μπορούμε να αναγνώσουμε τον κόσμο (ανάγοντάς τον σε σημεία με κυριολεκτική και συνειρμική ιδιότητα) υποστήριζα ότι το ίδιο αντικείμενο μπορεί να τύχει διαφορετικής ανάγνωσης (και ερμηνείας) ανάλογα με κάποιες προσωπικές ή κοινωνικές παραμέτρους του θεατή (ή αναγνώστη).
Στην περίπτωσή μου όμως και σχετικά με το γεγονός που σας περιέγραψα προσπαθώ να κατανοήσω μέσα από ποιό μηχανισμό μπορεί κανείς να παραβλέψει, να αγνοήσει και να μην εμπιστευτεί την ίδια του την όραση απέναντι σε ένα "σημείο" τόσο κυριολεκτικό, σαφές, οφθαλμοφανές (και αρκετά ευδιάκριτο...) αναγνωρίζοντάς και ταυτοποιώντας το (στη συνέχεια) κάτω από το απομακρυνόμενο ηχητικό του ίχνος, όσο μελωδικό κι αν είναι αυτό...

2/11/09

το τα του

Σύμφωνα με τη Σημειωτική επιστήμη (ή "Σημειολογία", για τους Αγγλοσάξωνες) ο κόσμος που μας περιβάλλει είναι ένας κόσμος σημείων. Η ίδια η κοινωνική ζωή συντίθεται από σημεία, ή ορθότερα, από σημειωτικά συστήματα (οι λέξεις, οι εικόνες, οι χειρονομίες...), το πληρέστερο των οποίων αποτελεί η (κοινωνική) γλώσσα.

Τα βασικά χαρακτηριστικά του σημείου είναι η κυριολεκτική σημασία (η εμπειρική, αυτή που εμπίπτει άμεσα στις αισθήσεις μας) και η συνειρμική σημασία του (το "κρυμένο" νόημα, αυτό που αποτελεί το αποτέλεσμα μιας πιο σύνθετης νοητικής διεργασίας).
Εν προκειμένω, η συνειρμική σημασία είναι και η πλέον ενδιαφέρουσα αφού παρουσιάζει μια εξαιρετικά εντυπωσιακή ποικιλία μεταξύ των υποκειμένων, εξαρτώμενη από βιωματικούς, πολιτιστικούς, κοινωνικούς κ.α. παράγοντες, που είναι ικανοί να αποδώσουν στο ίδιο αντικείμενο εντελώς διαφορετικές ερμηνείες και να προκαλέσουν πλήθος συνειρμών.

Μεταξύ των σημειωτικών συστημάτων, η εικόνα, για μένα, αποτελεί την πλέον ενδιαφέρουσα περίπτωση. Ίσως γιατί "αντιστέκεται περισσότερο στο νόημα", όπως παρατηρεί ο Rolan Barthes. Κι' αυτό γιατί, αν περιοριστούμε στην εικόνα ως απλή ανα-παράσταση, τότε αυτή εκπίπτει σε μια νεκρανάσταση της πραγματικότητας και γνωρίζουμε όλοι ότι κάθε τι ευκρινές, κατανοητό και ξεκάθαρο είναι ιδιαίτερα αντιπαθητικό σαν βίωμα.
Όλοι έχουμε ανάγκη για μια παραπέρα ερμηνεία, για μια δεύτερη ανάγνωση, για ένα κρυμένο νόημα (πέρα από το προφανές), ώστε η διαδικασία στη θέα μιας εικόνας να προσφέρει ένα ελκυστικό ενδιαφέρον, ένα παιχνίδι με το άγνωστο, μια γοητευτική περιπέτεια αναζήτησης...

Έτσι, στη θέα μιας εικόνας ενός αετού (για παράδειγμα), άλλος μπορεί να αντιλαμβάνεται την ενσάρκωση της έννοιας "υπερηφάνεια", άλλος να νοιώθει το ευεργετικό αίσθημα της ελευθερίας μέσω μιας λυτρωτικής πτήσης και άλλος να επαναφέρει στη μνήμη του ιστορικές μνήμες και γεγονότα, όπου ο αετός (ως δικέφαλος, για παράδειγμα) εσυμβόλιζε κραταιές αυτοκρατορίες (ή χαμένες πατρίδες, κατά περίπτωση).
Αντίστοιχα, η εικόνα ενός φιδιού, μπορεί να προκαλέσει (ως συνήθως) αποστροφή και φόβο, είναι δυνατόν, ωστόσο, να αναβαθμιστεί μέσα από τη μυθολογική προσέγγιση σε σύμβολο ανακούφισης και θεραπείας.


Πριν ένα χρόνο, σε περίοδο διακοπών, είχα αναφερθεί σε μια ανεπιτυχή προσπάθεια να επιτρέψω την αποτύπωση της θερινής χαλαρότητας υπό τη μορφή ενός προσωρινού σχεδιαστικού ίχνους πάνω στο σώμα μου. Μια σήμανση, που θα διαρκούσε (για λόγους κατασκευαστικούς αλλά και συμβολικούς) λίγες εβδομάδες, όση ακριβώς και η διάρκεια της απόδρασης από τη συμβατική καθημερινότητα μιας ολόκληρης χρονιάς.
Η προσπάθεια ακυρώθηκε εν τη γενέσει της για λόγους που δεν μπορώ ακόμη και τώρα να προσδιορίσω, εκτός ίσως από την λανθάνουσα πρόθεση να εμπιστευτώ μια τέτοια "επέμβαση" στα χέρια των ειδικών, που όταν συμβαίνει να είναι και φίλοι, η εγγύηση για ένα καλό αποτέλεσμα είναι δεδομένη.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι το πλήρωμα του χρόνου έφτασε και ευρισκόμενος σε αντίστοιχες συνθήκες (light διακοπών) αποφάσισα να διαθέσω το χέρι μου για μια προσωρινή, σχεδιαστική επέμβση, επιλέγοντας σαν θέμα ένα μικρό φιδάκι.