Ήταν το τελευταίο μάθημα πριν τις καλοκαιρινές διακοπές.
Εκείνο το ζεστό απόγευμα, στην αίθουσα του πρώτου ορόφου του κεντρικού κτιρίου, είχαμε συγκεντρωθεί καμιά δεκαριά φοιτητές, όλοι μεταπτυχιακοί. Οι περισσότεροι (γνωστοί και από άλλες διαλέξεις) ήσαν χαμηλού προφίλ, απλοί εραστές της γνώσης και μόνο δυο τρεις "σεσημασμένοι" ήσαν οι επαρμένοι, εκείνοι για τους οποίους ο Κούντερα έχει γράψει ότι "νιώθουν τα βλέμματα όλου του κόσμου να είναι στραμμένα πάνω τους". Σ' αυτή την κατηγορία ανήκε και η συνάδελφος, που θα παρουσίαζε την τελευταία διάλεξη της χρονιάς.
Για την ακρίβεια, θα μας πρόβαλε ένα κινηματογραφικό φιλμάκι, που η ίδια χαρακτήρισε ως "πειραματικό κινηματογράφο". Φαίνεται, ωστόσο, πως η ενασχόλησή της με την πειραματική γραφή (είδος εξ ορισμού εκτός των συμβατικών δράσεων) είχε αποδυναμώσει την αποτελεσματικότητά της σε πιο πρακτικά θέματα, όπως ο χειρισμός μιας μηχανής προβολής, έστω κι αν υπήρχε το ελαφρυντικό ότι η ηλικία του συγκεκριμένου μηχανήματος παρέπεμπε στην εποχή των αδελφών Λυμιέρ!
Αφού προσπάθησε, ανεπιτυχώς, να τη θέσει σε λειτουργία, στράφηκε με ένα αφοπλιστικό και αφελές χαμόγελο (αυτό που χρησιμοποιούν οι "αδύναμοι" για να ολοκληρώσουν την κυριαρχία τους επί των -κατά τεκμήριο- "ισχυρών"), προς το κοινό ζητώντας βοήθεια.
Τα σεμινάρια παρακολουθούσε με τον δικό του τρόπο ένας συμπαθής Γιουγκοσλάβος φοιτητής, σχετικά προχωρημένης ηλικίας, που η σιωπηλή παρουσία του ήταν πάντοτε αισθητή, εξ αιτίας του γεγονότος ότι ήταν τυφλός. Ήταν και αυτός που προθυμοποιήθηκε να βοηθήσει την εισηγήτρια, δεδομένου μάλιστα ότι στο αίτημά της οι υπόλοιποι δηλώσαμε άγνοια και αδυναμία να συνδράμουμε. 'Ετσι, μετά από κάποιες προσπάθειες και αφού στο μεταξύ πλαισιώθηκε και από άλλους, ο τυφλός κατάφερε να θέσει σε λειτουργία τη μηχανή προβολής, φωτίζοντας τη μισοσκότεινη αίθουσα με το "πρωτοποριακό" περιεχόμενο του έργου. Παρέμεινε μάλιστα δίπλα στη μηχανή, με την πλάτη προς την οθόνη.
Στη σύγχρονη τέχνη είναι πολλές οι φορές, που ο θεατής καλείται να δώσει απάντηση στο τρομοκρατικό ερώτημα αν είναι απαίδευτος ή απλώς ηλίθιος, που δεν είναι σε θέση να κατανοήσει και στη συνέχεια να απολαύσει (δηλώνοντας το θαυμασμό του) ένα έργο τέχνης, όταν μάλιστα το τελευταίο διεκδικεί τον τίτλο του πρωτοποριακού.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, είτε γιατί το μέγεθος της φάρσας που λάμβανε χώρα ενώπιόν μας δεν άφηνε περιθώρια για δισταγμούς και ανασφάλειες, είτε γιατί το Εγώ των θεατών ήταν αρκετά υπερτροφικό, πολύ σύντομα άρχισαν τα ειρωνικά σχόλια πριν καταλήξουν σε πανηγυρική γελοιοποίηση της προβολής...
Ο τρόπος αντίδρασης μάλιστα, πολύ απείχε από τη διακριτικότητα και την παραδοσιακή ευγένεια ενός Γαλλικού κοινού.
Όλοι μας νιώσαμε (στο όνομα της τέχνης) το αποτέλεσμα ενός εμπαιγμού, ενός αισθητικού βιασμού.
Όλοι;
Εκτός από το Γιουγκοσλάβο συνάδελφο, που κατά τραγική ειρωνεία απέφυγε αυτή την τραυματική εμπειρία έχοντας την "πρόνοια" να στρέψει εξ αρχής την πλάτη προς την οθόνη..
Αθήνα 31/7/1987
Το παραπάνω κείμενο το βρήκα σκαλίζοντας κάποιες παλιές σημειώσεις μου. Η ιστορία είναι πέρα για πέρα αληθινή. Το δημοσιεύω, γιατί το βρίσκω και λίγο επίκαιρο με το Φεστιβάλ Κινηματογράφου, που άρχισε χθες...