Κάθε πόλη έχει ένα χωρικό σημείο που τη χαρακτηρίζει και αποτελεί την ταυτότητα (ή διαβατήριο) για την αναγνώρισή της, κυρίως από τους επισκέπτες της.
Είναι το "Landmark" κατά τον Kevin Lynch, ή "point de repere" κατά τον Raymond Ledrut.
Τέτοιο χωρικό σημείο αναφοράς για τη Θεσσαλονίκη, συνηθίζεται να θεωρείται ο Λευκός Πύργος.
Για τους εντός των τειχών (με εξαίρεση τη "Θύρα 4", τον" super 3" και τους τοπικούς άρχοντες) ο Λευκός Πύργος αποτελεί μεν ένα ιστορικό σύμβολο της πόλης, απέχει πολύ ωστόσο από το να θεωρείται πλέον σαν σημείο αναφοράς της σύγχρονης πόλης.
Σε αντίθεση με την τουριστική αντίληψη για τη "σπουδαιότητα" κάποιων μνημείων, αυτό που "μετράει" στη συνείδηση των κατοίκων αλλά και των επισκεπτών μιας πόλης και αποτελεί την ταυτότητά της είναι λειτουργικού και όχι ιστορικού ή πολεδομικού χαρακτήρα, σημείο. Ορθότερα, αυτό που νοηματοδοτεί μια περιοχή και την καθιστά αναγνωρίσιμη, είναι τα βιώματα του κατοίκου (ή επισκέπτη) στο συγκεκριμένο χώρο και όχι οι χωρικές μορφές που (αυθαίρετα) έχουν (προ)επιλεγεί να αποτελέσουν το ορόσημό της.
Με αυτή την έννοια, τα σημεία αναφοράς μιας πόλης δεν περιορίζονται σε ένα και μοναδικό σημείο αλλά διαχέονται στο χώρο και συναρτώνται με τον τρόπο που κανείς βιώνει την πόλη είτε σαν κάτοικος, είτε σαν επισκέπτης.
Ο Πύργος του Άϊφελ, για παράδειγμα μπορεί να δηλώνεται σαν το landmark του Παρισιού αλλά αμφιβάλλω άν στην ερώτηση "τι σας έμεινε από μια επίσκεψη εις Παρισίους" υπάρξουν πολλοί που να προτάξουν το μεταλλικό αυτό κατασκεύασμα έναντι μιας βόλτας στο quartier latin...
Σε ότι αφορά τη Θεσσαλονίκη, υπάρχουν πολλές οι αναφορές, που τη χαρακτηρίζουν και αρκετά τα μέρη όπου αυτές οι αναφορές πραγματώνονται. Την εποχή του Φεστιβάλ το "Ολύμπιον" και το λιμάνι (παλαιότερα το "Ντορέ") έχουν την προτεραιότητα στις αναφορές των ΜΜΕ, την εποχή της Έκθεσης, ως ορόσημο προβάλλει η ΔΕΘ και ο πύργος του ΟΤΕ, ενώ για τους Αθηναίους (συνήθως) επισκέπτες η ¨ερωτική πόλη" βρίσκει την πεμπτουσία της στα μπαράκια και τα ξενυχτάδικα...
Μια σταθερή διαχρονική αναφορά και ένα καθολικά αναγνωρίσιμο σύμβολο, απετέλεσε για πάνω από μισό αιώνα, το εστιατόριο "ΟΛΥΜΠΟΣ ΝΑΟΥΣΑ".
Το δίωροφο κτίριο επί της παραλιακής λεωφόρου Νίκης, στέγασε για 68 ολόκληρα χρόνια τις γαστριμαργικές επιθυμίες χιλιάδων προσκυνητών της ντόπιας και ανατολίτικης κουζίνας.
Στην αρχοντική σάλα του, όλες οι αισθήσεις του πελάτη χτυπούσαν κόκκινο.
Το βλέμμα μπορούσε να πλανάται αδιάκοπα σ' ένα σκηνικό, μοναδικό, επενδεδυμένο με τη λιτότητα του ιστορικού βάρους.
Το χέρι μπορούσε να ταξιδεύει γαλήνια πάνω στα απαλά λευκά τραπεζομάνδηλα.
Το αυτί ένοιωθε σαν πολίτης του κόσμου μέσα σε μια ηχητική (συμφωνικά ενορχηστρωμένη) πολυπολιτισμική ατμόσφαιρα.
Το ρουθούνι μπορούσε να μυρίσει κυρίως το άρωμα του χρόνου... και η γλώσσα να απογειωθεί σε οργασμικές σφαίρες μέσα από τη γεύση του "χιουνικιάρ μπεϊγεντί" του μυδοπίλαφου, του πουρέ-σπανάκι, της ψαρόσουπας με όστρακα...
Τη μοναδική εμπειρία του να απολαμβάνεις τόσα εξαιρετικά εδέσματα (σε λογικές τιμές) συμπλήρωνε η ατραξιόν των σερβιτόρων...
Μια άψογη στυλιστκά ομάδα που σου έδινε την εντύπωση ότι είχε προσληφθεί μετά από audition στο Hollywood...Καθένας και μια αρχετυπική φιγούρα, καθένας κι ένας διαφορετικός ρόλος, καθένας και μια αυστηρά διακεκριμένη λειτουργία...
Την παράσταση έκλεβε, ωστόσο ο συμπαθής, μικρόσωμος με το μουστακάκι και το παπιγιόν, ο άνθρωπος που μεταφέροντας τα γεμάτα πιάτα, προσποιόταν ότι σκοντάφτει και παραπατά...κάνοντας τους αμύητους να ξεφωνίζουν από λαχτάρα και τους γνώστες του show να ξεκαρδίζονται στα γέλια, στοιχηματίζοντας πολλές φορές για την επόμενη ακροβατική κίνησή του...
Σ' αυτόν τον υπέροχο, υπερήλικα (πλέον) αλλά απίστευτα ευδιάθετο και γεμάτο ενεργητικότητα κύριο, που σήμερα το πρωί συναντηθήκαμε τυχαία στο ασανσέρ και θυμηθήκαμε μερικά από τα παλιά, αφιερώνω τη σημερινή μου ανάρτηση.