“Όταν ήταν παιδί – στη σχολική ηλικία – συνήθιζε να περνάει τα καλοκαίρια, μαζί με τον παππού και τη γιαγιά του στο χωριό. Στην πραγματικότητα δεν επρόκειτο για οργανωμένο χωριό αλλά ένα μικρό συνοικισμό, που τα σπίτια του μετριόνταν στα δάχτυλα του ενός χεριού. Εκεί, σ’ ένα γραφικό περιβάλλον (που σώζεται αναλλοίωτο και σήμερα) υπήρχε το καφενείο-ταβέρνα του θείου του, που αποτελούσε προσφιλή σταθμό για τους ταξιδιώτες, που κατευθύνονταν στην πρωτεύουσα του νομού. Ηλεκτρικό ρεύμα δεν υπήρχε και οι συνθήκες γενικότερα ήσαν πρωτόγονες. Αυτός ήταν κι ένας επιπλέον λόγος να προτιμά το συγκεκριμένο μέρος για διακοπές. Είχε τη μοναδική ευκαιρία να ζεί μέσα στα παιχνίδια (κυρίως αυτά που εξελίσσονταν σε καουμπόϋκες μονομαχίες ή αρχαιοελληνικές εκστρατείες) μια μοναδική ατμόσφαιρα, που την εξασφάλιζε ένα αυθεντικό αγροτικό περιβάλλον, όπου τα άλογα ήσαν διαθέσιμα για πραγματικές ιπποδρομίες…
Ένα βράδυ με πανσέληνο κοιμόταν στρωματσάδα μαζί με τα ξαδέλφια του, στο δωμάτιο του παππού. Μετά από συλλογική απαίτηση των εγγονών, ο παππούς άρχισε να αφηγείται κάποια από τις αγαπημένες του περιπέτειες όταν ήταν στην Αμερική. Η ιστορία περιελάμβανε όλα τα γνωστά (από παλιότερες διηγήσεις) μοτίβα από την ταραχώδη εμπειρία του παππού στα υπερατλάντια εδάφη. Δηλ. μπλεξίματα σε καβγάδες, κυνηγητά από συμμορίες και άλλα παρόμοια, που μπορούσαν να οδηγήσουν την παιδική φαντασία σε αναξέλγκτες περιοχές, όπου η αδρεναλίνη χτυπάει κόκκινο… Το συγκεκριμένο βράδυ, η ιστορία περιελάμβανε μια (ακόμη) καταδίωξη του παππού από τη συμμορία της “Μαύρης χειρός”, όπου δεμένος χειροπόδαρα έπρεπε να ομολογήσει (δεν ξέρω τι…) ενώπιον ενός γκάγκστερ, που φορούσε κουκούλα από την οποία διακρίνονταν μόνο δύο βλοσυρά γυαλιστερά μάτια!...
Η αφήγηση, συνήθως, τελείωνε άδοξα και απότομα, πνιγμένη – από κάποιο σημείο και μετά - μέσα στο ροχαλητό του παππού…
Έτσι έγινε κι εκείνο το βράδυ.
Μόνο που, μέσα το σκοτεινό δωμάτιο, αυτή τη φορά, η ιστορία διεκδικούσε την ολοκλήρωσή της. Δύο μικροσκοπικά φωτάκια, σαν φωτεινά μάτια κάποιου εξωγήινου (ή κάποιου εγκληματία εν προκειμένω) άστραφταν σαδιστικά και απειλητικά μπρος στα παιδικά μάτια. Σαν να επρόκειτο για την εμφάνιση του βασανιστή γκάγκστερ, που απαιτούσε να πάρει – επιτέλους – την απάντησή του… Ο μικρός, μη μπορώντας να αντιδράσει μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο αλλά και μη περιμένοντας κάποια βοήθεια από τον παππού ή (τα παραδομένα στην αγκάλη του Μορφέα) ξαδέλφια του, αρκέστηκε να κουκουλωθεί κάτω από το σεντόνι, παραμένοντας ξύπνιος μέχρι το πρωί.
Το πρώτο φως της ημέρας, έδωσε τη λύτρωση (και την απάντηση) στο νυχτερινό εφιάλτη. Τα δύο φωτεινά μάτια ήσαν τα χρυσά κουμπάκια από το πουκάμισο του μικρού, που κρεμασμένο στον τοίχο, δεχόταν το χάϊδεμα από την Αυγουστιάτικη πανσέληνο”.
Αυτή την ιστοριούλα (από την παιδική μου ηλικία) διηγήθηκα προχθές στην κόρη μου, μέσα στα 10 λεπτά που παραμείναμε στο θεοσκότεινο δωμάτιο, ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα “να κατεβάσουμε το διακόπτη για 10 λεπτά” , ώστε να αναπνεύσει λίγο ο Πλανήτης μας. Και εμείς μαζί του…